γαργαρίζω — γαργαρίζω, γαργάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γαργαρίζω — γαργάρισα, κελαρύζω: Το ποτάμι γαργαρίζει καθώς κατεβαίνει από το βουνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαργαρίζει — γαργαρίζω gargle pres ind mp 2nd sg γαργαρίζω gargle pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαριζέσθωσαν — γαργαρίζω gargle pres imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαριζέτω — γαργαρίζω gargle pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρίζειν — γαργαρίζω gargle pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρίζεσθαι — γαργαρίζω gargle pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρίζεται — γαργαρίζω gargle pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρίζων — γαργαρίζω gargle pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
гологолить — болтать , ст. слав. глаголъ слово , глаголати говорить , чеш. hlahol гомон, речь , hlaholiti звучать, возвещать . Удвоенный корень, по видимому, родственный слову голос и ср. ирл. gall слава; лебедь , кимр. galw звать , др. исл. kalla звать, петь … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера